Mάριος Χάκκας. Ο συγγραφέας που δεν γέρασε...


Των Γ, Σταμούλη και Ν.Διαμαντή





"Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται."
                                                          





Το 1931 στην Μακρακώμη, στη Δυτική Φθιώτιδα, άνοιξε τα μάτια του ο Μάριος Χάκκας, ένας από τους συγγραφείς που συνέθεσαν τον καμβά της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Πολύ μικρός, μετεγκαταστάθηκε στην Καισαριανή για να ξεκινήσει το σύντομο αλλά συναρπαστικό ταξίδι του.
Το 1950, ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πηγαίνει εθελοντής στη Γυάρο, για να περιθάλψει τους κρατούμενους. 
Το 1952 αρχίζει να φοιτά στην Πάντειο, ενώ δραστηριοποιείται πολιτικά από τις τάξεις της ΕΔΑ, αναλαμβάνοντας τη δημιουργία της ΦΕΝ (Φιλοπρόοδου Ένωσης Νέων) μίας οργάνωσης με πολιτιστικές δραστηριότητες και όχι μόνο.  Οι σπουδές του θα διακοπούν, καθότι συλλαμβάνεται (για συμμετοχή σε οργανώσεις ανατρεπτικού χαρακτήρα} και συνεχίζει τις σπουδές του για 4 χρόνια στη φυλακή (Καλαμάτα και Αίγινα) όπου μαθαίνει ξένες γλώσσες και αρχίζει να γράφει ποιήματα και διηγήματα.
Περατώνοντας τις "επιμορφωτικές του σπουδές" έγινε πάλι υπεύθυνος της ΦΕΝ, η οποία διοργάνωσε πλήθος εκδηλώσεων. Ανάμεσα τους και εκθέσεις ζωγραφικής που μια από αυτές ήταν του Τάκη Σιδέρη του ζωγράφου που δέθηκε άρρηκτα με το έργο του Χάκκα εικονογραφώντας τα βιβλία του. Το 1965 με αυτοέκδοση βγάζει το πρώτο του βιβλίο,  μια ποιητική συλλογή με τίτλο “Όμορφο καλοκαίρι”. 

 Τον επόμενο χρόνο γράφει το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα  με τίτλο  “Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού”. ενώ παράλληλα αρχίζει η προσωπική του μάχη του με τον καρκίνο. Στο βιβλίο  αυτό ο Χάκκας   με σαρκαστική και σατιρική διάθεση αγγίζει τι αλλοτριώνει τον άνθρωπο και πως το παρασέρνουν σε μια παραμορφωτική πραγματικότητα.







Το 1970  γράφει το  “Ο μπιντές και άλλες ιστορίες”, το οποίο είναι και το χαρακτηριστικότερό του.  Με επίκεντρο την αγαπημένη του πόλη, την Καισαριανή, ο Χάκκας τέμνει την μικροααστική ελληνική κοινωνία στις απαρχές της χούντας. Με σαρκασμό και σχεδόν παραληρηματικά, συγγράφει αυτοβιογραφούμενος, χαρίζοντας ένα εξαιρετικά διαχρονικό κείμενο.






Το 1972  μόλις το  τρίτο του βιβλίο  με τίτλο «Το κοινόβιο» κυκλοφορεί, περνά στην αιωνιότητα των δημιουργών, χάνοντας την μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 41 ετών. Στο  τελευταίο αυτό δημιούργημα του, στις γραμμές των "διηγημάτων" ανασαίνει ο ίδιος και η ψυχή του με την προσωπική του μάχη που δίνει απέναντι στον καρκίνο.  Σπαρακτικό το απόσπασμα "Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ ν’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανένα περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο. (..) Τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λίγο μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή όπως φαίνεται δεν μπορώ να πάω πέρα από τα σαράντα, μ’ άλλα λόγια δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό από το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο δάχτυλα πάχος."

Ο Χάκκας, έγραψε λίγο, έζησε λίγο, και όπως γράφει ο Γιώργος Δομιανός  "Το κουστούμι που μας άφησε ο Μάριος Χάκκας δεν ήταν καθόλου φθαρμένο. Μονάχα 41 ετών κουστούμι. Ένα σχεδόν καινούριο κουστούμι. Και αν ψάξεις στις τσέπες μπορεί να μην βρεις καθόλου έργο. Μα καθώς τα χέρια σου θα τριγυρνάν μέσα στο γκρι ύφασμα θα νοιώσεις μέσα από την μπορντό φόδρα κάτι να προεξέχει. Με μεγάλη προσοχή θα την ξηλώσεις από την ραφή και θα βγάλεις από μέσα διπλωμένες σελίδες με ελεύθερες πολιορκημένες λέξεις. Λέξεις που πολλές δεν έχεις ξανακούσει μα νομίζεις πως τις ξέρεις."

Ο Χάκκας είχε  πλήρη την συναίσθηση της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκε από τον πόλεμο, τον εμφύλιο  σε μια Ελλάδα που μετρούσε πληγές.  Έβλεπε την πολιτική με το π μικρό, πως συνθλίβει και γι αυτό στο τελευταίο του γραπτό σπαραχτικά σημείωνε

"Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους."


Παραπομπές
http://anagnosi.blogspot.gr/2008/10/blog-post_27.html
http://thecricket.gr/2015/02/marios-hakkas/
http://www.kedros.gr/main.php?manufacturers_id=279